χαρμάνης

χαρμάνης
ο, Ν [χαρμάνι]
1. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό
2. μανιώδης καπνιστής που έχει ώρα να καπνίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρμάνης — ο (λ. τουρκ.), ο εθισμένος σε ναρκωτικό, τσιγάρο κτλ. όταν βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”